- συμπυκνωμένος
- η , ο[ν] сгущённый; уплотнённый; конденсированный;
συμπυκνωμένοςο γάλα — сгущённое молоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπυκνωμένοςο γάλα — сгущённое молоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπυκνωμένος — η, ο, Ν (μτχ.παθ. παρακμ.) βλ. συμπυκνώνω … Dictionary of Greek
πολύναστος — και πολύνηστος, ον, Α 1. αυτός που σχηματίζει μεγάλο σωρό, συσσωρευμένος 2. (κυρίως ο τ. πολύναστος και ιδίως για εδέσματα) πολύ συμπυκνωμένος, περιεκτικός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναστός «συμπυκνωμένος, πλήρης» (< νάσσω)] … Dictionary of Greek
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek
αδινός — ἁδινός και ἁδινός, ή, όν (Α) [ἀδήν] 1. πυκνός, αθρόος, υπερπλήρης, άφθονος, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος 2. έντονος, ισχυρός, ηχηρός, βαθύς, βροντώδης … Dictionary of Greek
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
απύκνωτος — η, ο (Μ ἀπύκνωτος, ον) αυτός που δεν είναι συμπυκνωμένος, ο αραιός … Dictionary of Greek
κονσομέ — το συμπυκνωμένος ζωμός κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consomme < γαλλ. ρ. consommer < λατ. ρ. consummo «προσθέτω, συμπληρώνω, τελειώνω»] … Dictionary of Greek
νακτός — νακτός, ή, όν (Α) 1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ τού ρ. νάσσω «πιέζω,… … Dictionary of Greek
πελτές — και μπελντές, ο 1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα 2. γλύκισμα από χυμό… … Dictionary of Greek
περυλένιο — το, Ν χημ. πολυκυκλική οργανική ένωση, συμπυκνωμένος αρωματικός υδρογονάνθρακας, συστατικό τής λιθανθρακόπισσας … Dictionary of Greek
πηγανίτις — ίτιδος, ἡ, Α (φρ) «πηγανῑτις χολή» δριμύς, συμπυκνωμένος χυμός από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ίτις)] … Dictionary of Greek